φωστήρας — ο μτφ., σοφός, πολύξερος, πλούσιος σε γνώσεις: Είναι φωστήρας στα μαθηματικά … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
φωστῆρας — φωστήρ that which gives light masc acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ВСЕЛЕНСКИЙ СОБОР — Господь Вседержитель и Семь Вселенских Соборов. Икона. 1989 г. Л. А. Забирова, Е. В. Исаева (ц. Св. отцов Семи Все ленских Соборов Данилова мон ря, Москва) Господь Вседержитель и Семь Вселенских Соборов. Икона. 1989 г. Л. А. Забирова, Е. В.… … Православная энциклопедия
Fostiras Ovryas FC — Football club infobox clubname = Fostiras Ovryas FC fullname = A.P.S. Fostiras ( polytonic|Athlitikos Podosferikos Silogos Fostiras ) nickname = founded = 1967 ground = Fostiras Ground, Messatida,, Greece capacity = chairman = flagicon|Greece… … Wikipedia
Pigasos Begoulaki — Football club infobox clubname = Pigasos Begoulaki Α.Ο. Πήγασος Μπεγουλακίου A.O. Pigasos Begoulaki nickname = fullname = founded = 1981 ground = Begoulaki Arena Patras, Greece capacity = chairman = manager = league = EPS Achaia Second Division… … Wikipedia
A.P.S. Fostiras Ovryas — A.P.S. Fostiras Ovryas … Wikipédia en Français
APS Fostiras Ovryas — Infobox club sportif APS Fostiras Ovryas Généralités Fondation … Wikipédia en Français
-τήρας — τήρ, ΝΜΑ παραγωγική κατάλ. ονομάτων όλων τών περιόδων τής Ελληνικής, η οποία, όπως και η κατάλ. τωρ, χρησιμοποιήθηκε για να δηλώσει τον δράστη ενέργειας. Οι δύο αυτές καταλήξεις ανάγονται στην ΙΕ κατάληξη * ter (πρβλ. και αρχ. ινδ. pi tā, λατ. pa … Dictionary of Greek
πυρσεύω — ΝΜΑ [πυρσός (Ι)] 1. κάνω σήμα με πυρσούς σε κάποιον που βρίσκεται μακριά 2. βάζω σε κάτι φωτιά, πυρπολώ μσν. αρχ. φωτίζω («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας... τοὺς τὴν οἰκουμένην ἀκτῑσι δογμάτων θείων πυρσεύσαντας», Μηναί.) αρχ. 1. ανάβω, καίω 2.… … Dictionary of Greek
τρισήλιος — ον, ΜΑ 1. αυτός που έχει λαμπρότητα τριπλάσια από τον ήλιο 2. (για την Αγία Τριάδα) αυτός που αποτελείται από τρεις ήλιους («τοὺς τρεῑς μεγίστους φωστῆρας τῆς τρισηλίου θεότητος», Μηναί.). [ΕΤΥΜΟΛ. < τρισ /τρι * + ἥλιος] … Dictionary of Greek